- μεταπίπτω
- (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω]1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.)2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω σημασία με την πάροδο τού χρόνου («η λέξη ωραίος έχει μεταπέσει στη Νέα Ελληνική και αντί ώριμος σημαίνει όμορφος»)μσν.1. μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο, μετακινούμαι2. αναχωρώ3. παρασύρομαι4. περιέρχομαι σε κάποιον5. ξαναπλαγιάζωμσν.-αρχ.περιέρχομαι σε ορισμένη ψυχική κατάστασηαρχ.1. μεταβάλλω απότομα ή ξαφνικά τη γνώμη μου («τὸν ὁμόθεν πεφυκότα στέργων μετέπεσον», Ευρ.)2. μεταναστεύω, μετοικώ3. (για ψήφο) πέφτω αλλού ή αλλιώς («εἰ τριάκοντα μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων», Πλάτ.)4. (για περιστάσεις ή καταστάσεις) υφίσταμαι αλλαγές, μεταβάλλομαι («πῶς δ' οικήσω μεταπίπτοντος δαίμονος», Ευρ.)5. (για καθεστώς) υφίσταμαι μεταβολή, ανατροπή («τὰ τῶν τετρακοσίων ἐν ὑστέρω μεταπεσόντα ὑπὸ τοῡ δήμου ἐκακοῡτο», Θουκ.)6. αλλάζω προς το χειρότερο, χειροτερεύω, ξεπέφτω7. αλλάζω προς το καλύτερο, καλυτερεύω («εἰ γὰρ αἰσίως ἔλθοιμεν, ἅ τε νῷν συμβόλαια πρόσθεν ἦν ἐς παῑδα τὸν σόν, μεταπέσοι βελτίονα», Ευρ.)β. (για πρόσ.) είμαι ασταθής, ευμετάβλητος9. μεταβιβάζομαι με διάταξη τού νόμου10. (με γεν.) αποτυγχάνω («εἰ... ἡ γνῶσις, τοῡ γνῶσις εἶναι μὴ μεταπίπτει», Πλάτ.)11. φρ. «μεταπίπτοντες λόγοι» — ψευδείς συλλογισμοί που προκύπτουν από την αλλαγή τής σημασίας τών όρων12. παροιμ. «ὡς τὸ ὄστρακον ἔπεσεν ἀντιστρόφως» — λεγόταν σε περιπτώσεις αιφνίδιας μεταβολής.
Dictionary of Greek. 2013.